προτίμα — προτίμᾱ , προτιμάω honour pres imperat act 2nd sg προτί̱μᾱ , προτιμάω honour pres imperat act 2nd sg προτίμᾱ , προτιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προτί̱μᾱ , προτιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμᾶι — προτιμᾷ , προτιμάω honour pres subj mp 2nd sg προτιμᾷ , προτιμάω honour pres ind mp 2nd sg (epic) προτιμᾷ , προτιμάω honour pres subj act 3rd sg προτιμᾷ , προτιμάω honour pres ind act 3rd sg (epic) προτῑμᾷ , προτιμάω honour pres subj mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμάσθω — προτιμά̱σθω , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd sg προτῑμά̱σθω , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμάσθωσαν — προτιμά̱σθωσαν , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd pl προτῑμά̱σθωσαν , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμάτω — προτιμά̱τω , προτιμάω honour pres imperat act 3rd sg προτῑμά̱τω , προτιμάω honour pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
ρείκι — Φυτό του βοτανικού γένους Ερείκη, της σημαντικής οικογένειας των Ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας, που είναι και τα πιο γνωστά της οικογένειας, είναι ερείκη η σαρκόχροη και ερείκη η δενδρώδης. Η πρώτη είναι… … Dictionary of Greek
τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
ιαγουάρος ή τζάγκουαρ — Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Το σώμα του, μήκους 1,50 2 μ., είναι ευκίνητο και ρωμαλέο, το τρίχωμά του έχει χρώμα ανοιχτό ή σκούρο ξανθό στη ράχη και στα πλευρά, λευκό στην άκρη του ρύγχους και στα κατώτερα άκρα, ενώ… … Dictionary of Greek